φτεροπηδώ

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-άω, Ν
1. (για πτηνό ή έντομο) πηδώ με τη βοήθεια τών φτερών μου
2. μτφ. πηδώ, χοροπηδώ.