φτερουγίζω

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source

Greek Monolingual

Ν
1. κουνώ τα φτερά μου για να πετάξω, πτερυγίζω
2. (κατ' επέκτ.) πετώ
3. φρ. «φτερουγίζει η καρδιά μου» — νιώθω μεγάλη συγκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτερυγίζω με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- σε διαρκές -φ-και τροπή του -υ- σε -ου- (βλ. και λ. φτερούγα)].