φυλλοτρήτης

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων, ορισμένα είδη τών οποίων προσβάλλουν τα καλλιεργούμενα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllotreta < φύλλο(ν) + τρητός «γεμάτος τρύπες, διάτρητος»].