φυρόμυαλος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός του οποίου έχει φυράνει το μυαλό, που μιλάει ή ενεργεί ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυρώ / φυραίνω + -μυαλος (< μυαλό), πρβλ. στενό-μυαλος (βλ. και λ. φυρός)].