φυσικοχημικός

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσικοχημεία («φυσικοχημικές μελέτες»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυσικοχημικός
επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσικοχημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικοχημεία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].