φυσικοχημεία

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

η, Ν
χημ. κλάδος της χημείας, που έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή τών φυσικών μεθόδων και θεωριών στη μελέτη τών χημικών συστημάτων, αλλ. φυσική χημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. physical chemistry, γαλλ. chimie physique].