κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
[Seite 1321] ὁ, poet., bes. ep. für φωλεός, w. m. s.
ὁ, Α
(επικ. τ.) βλ. φωλεός.