φωνάσκω

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

Μ
φωνασκώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνώ + ρηματ. κατάλ. –άσκω (πρβλ. γηράσκω)].