φωναχτός
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν φωνάζω
1. αυτός που λέγεται μεγαλόφωνα
2. μτφ. αυτός που τά λέει όλα, αποκαλυπτικός.
επίρρ...
φωναχτά Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.