λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
-ή, -ό, Ν φωνάζω
1. αυτός που λέγεται μεγαλόφωνα
2. μτφ. αυτός που τά λέει όλα, αποκαλυπτικός.
επίρρ...
φωναχτά Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.