φωτοστέφανο

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204

Greek Monolingual

το, Ν
ο φωτοστέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + στεφάνι].