φωτοστέφανο

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ο φωτοστέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + στεφάνι].