Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάμστερ

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. ζωολ. κοινή ονομασία τών τρωκτικών της οικογένειας cricetidae, που συγκροτούν την υποοικογένεια cricetinae, με έξι γένη (α. «κοινό χάμστερ» β. «χρυσόμαλλο χάμστερ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.-γαλλ. hamster].