χάμστερ
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. ζωολ. κοινή ονομασία τών τρωκτικών της οικογένειας cricetidae, που συγκροτούν την υποοικογένεια cricetinae, με έξι γένη (α. «κοινό χάμστερ» β. «χρυσόμαλλο χάμστερ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.-γαλλ. hamster].