χήρη

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

French (Bailly abrégé)

fém. ion. de χῆρος.

English (Autenrieth)

bereaved, widowed; w. gen., Il. 6.408.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. χήρα.

Russian (Dvoretsky)

χήρη: ἡ эп.-ион. = χήρα.