χαιράμενος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(μόνον σε ευχές) χαρούμενος («ευτυχισμένος και χαιράμενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. χαίρω σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε –άμενος του τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουν-άμενος, λεγ-άμενος κ.λπ.)].