χαλκόπτερος

English (LSJ)

χαλκόπτερον, with wings of metallic hue, ὄρνις PSI6.569.9 (iii B. C.); μυῖα Philum.Ven. 25.1.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπτερος: -ον, ὁ ἔχων πτερὰ ἐκ χαλκοῦ, μυῖα χαλκόπτερος Ἀέτ. ἐν Schneid σημ. εἰς Νικ. Θηρ. σ. 241.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φτερά που λάμπουν σαν τον χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινόπτερος, χρυσόπτερος].