χαντζάρα

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

και χατζάρα, η, Ν
μεγάλο χαντζάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουτάλα)].