χασκογελώ
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
και χασκογελάω Ν
1. γελώ με το στόμα ανοιχτό κάνοντας πολύ θόρυβο
2. γελώ χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος, χαχανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + γελώ. Το ρ., στον λόγιο τ. της μτχ. θηλ. χασκογελῶσα (μορφή), μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].