χασματώδης

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-ες, Ν χάσμα, -ατος]
1. γεμάτος χάσματα
2. ο όμοιος με χάσμα
3. μτφ. (κυρίως για κείμενο) αυτός που παρουσιάζει σκοτεινά ή ασαφή σημεία.