χασομέρι

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να περνά κανείς τον καιρό του χωρίς να εργάζεται
2. (ειδικότερα) απώλεια εργάσιμου χρόνου
3. χρονοτριβή, καθυστέρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. χασο- (< θ. χασ- του αορ. του ρ. χάνω + συνδετικό φωνήεν -ο-) + μέρα.