χείρεσσι

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

French (Bailly abrégé)

dat. pl. poét. de χείρ.

Greek Monotonic

χείρεσσι: Επικ. δοτ. πληθ. του χείρ.