χειροβίωτος

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek (Liddell-Scott)

χειροβίωτος: ον (ἢ χειροβίοτ-) = τῷ προηγ., Θεοδώρητος.

German (Pape)

χειρόβιος, zweifelhaft.