χειρομάντης
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Greek Monolingual
ο, θηλ. χειρομάντισσα, Ν
αυτός που ασκεί χειρομαντεία, που προλέγει το μέλλον κάποιου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του χεριού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μάντης].