χειροπόδαρα
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
καιχεροπόδαρα Ν
επίρρ. τόσο στα χέρια όσο και στα πόδια (α. «πιάστηκε χειροπόδαρα» β. «δεμένος χειροπόδαρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ποδάρι + επιρρμ. κατάλ. -α].