χειροπόδαρα
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
Greek Monolingual
καιχεροπόδαρα Ν
επίρρ. τόσο στα χέρια όσο και στα πόδια (α. «πιάστηκε χειροπόδαρα» β. «δεμένος χειροπόδαρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ποδάρι + επιρρμ. κατάλ. -α].