χειροπόδαρα

From LSJ

Greek Monolingual

καιχεροπόδαρα Ν
επίρρ. τόσο στα χέρια όσο και στα πόδια (α. «πιάστηκε χειροπόδαρα» β. «δεμένος χειροπόδαρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ποδάρι + επιρρμ. κατάλ. -α].