χειρόγραφος
English (LSJ)
χειρόγραφον,
A written with the hand, holograph, manuscript, σύμβολον, ἀσφάλια, PFay.303 (ii A.D.), PGrenf.2.75.13 (iv A.D.): hence χειρόγραφον, τό, manuscript note, IG22.1013.52, Plb.30.8.4, LXX To.5.3, D.H.5.8, Artem.3.40; τὸ καθ' ἡμῶν χ. Ep.Col.2.14.
2 note of hand, bond, PRein.7.22 (ii B.C.), Plu.2.829a, etc.; also χειρόγραφος, ὁ, CIG4629 (Syria).
II parox., χειρογράφος [ᾰ], ὁ, clerk, amanuensis, PTeb.209 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1345] mit der Hand geschrieben, handschriftlich, τὸ χειρόγραφον, = Vorigem; Sp., wie Pol. 30, 8,4, D Hal. 5, 8 u. Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrit à la main;
τὸ χειρόγραφον obligation ou caution par écrit.
Étymologie: χείρ, γράφω.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόγρᾰφος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς γεγραμμένος· ὅθεν χειρόγραφον, τό, τὸ γεγραμμένον διὰ χειρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 52, Πολύβ. 30.8, 4, Διον. Ἁλ. 5. 8, κλπ. 2) = τῷ προηγ., Πλούτ. 2. 859Α· -οὕτω χειρόγραφος, ὁ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4629.
Greek Monolingual
-η, -ο / χειρόγραφος, -ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α
1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό
2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν)
οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο του άρθρου του δόθηκε για δακτυλογράφηση» β. «χειρόγραφον γὰρ ἐστιν, ὅταν τις ὀφλημάτων ὑπεύθυνος κατέχεται», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή με τον δακτυλογραφημένο ή τον τυπωμένο («χειρόγραφος κατάλογος»)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. μτφ. συμφωνία, συμβόλαιο (α. «τῷ ἰδίῳ χειρογράφῳ...ὅ ἐπὶ τῆς κατὰ τὴν πίστιν ὁμολογίας κατέθετο», Βασ.
β. «ἐξαγοράζω οὖν τὸ σῶμα τὸ πραθέν σοι διὰ τοῦ πρώτου Ἀδάμ, παραλύω σου τὰ χειρόγραφα», Μακ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -γραφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].