χεύομεν

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. ao. sbj. épq. de χέω.

Greek Monotonic

χεύομεν: Επικ. αʹ πληθ. αορ. αʹ του επομ.· επίσης, χεύω, Επικ. μέλ.

Russian (Dvoretsky)

χεύομεν: эп. (= χεύωμεν) 1 л. pl. conjct. к χέω.