χιλιοστόμετρο

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μετρολ. μετρική μονάδα μήκους ίση προς το ένα χιλιοστό του μέτρου, κν. μιλιμέτρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. millimeter < milli- (βλ. μιλι-), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το χιλιοστό-, + meter (< μέτρο)].