Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χιλιοστόμετρο
Greek Monolingual
το, Ν μετρολ.μετρικήμονάδα μήκους ίση προς το ένα χιλιοστό του μέτρου, κν. μιλιμέτρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. millimeter<milli- (βλ.μιλι-), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το χιλιοστό-, +meter (<μέτρο)].