χιλιοστό
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
το, Ν
1. καθένα από τα χίλια ίσα μέρη στα οποία διαιρείται μια μονάδα, χιλιοστημόριο
2. χιλιοστόμετρο
3. στρ. (ειδικά στο πυροβολικό) μονάδα μέτρησης γωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. χιλιοστός.