χλωροφύλλη

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. η σημαντικότερη ομάδα χρωστικών που μετέχουν στη φωτοσύνθεση, με την οποία η φωτεινή ενέργεια μετατρέπεται σε χημική, και οι οποίες απαντούν στα πράσινα φυτά, στα κυανοφύκη και σε ορισμένα πρώτιστα και βακτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlorophylle < χλωρ(ο)- + φύλλον. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].