χλωρότητα

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η / χλωρότης, -ητος, ΝΜΑ χλωρός
η ιδιότητα του χλωρού
αρχ.
1. ωχρότητα, κιτρινάδα
2. φρεσκάδα
3. το ωχρό χρώμα που παίρνει ο χρυσός όταν αναμιγνύεται με άργυρο.