χοιράγρα

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek (Liddell-Scott)

χοιράγρα: ἡ, ἄγρα, κυνήγιον ἀγριοχοίρων, κυνήγιον κάπρων, Γεώργ. Φραντζ. 215. 12.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
κυνήγι αγριοχοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + ἄγρα «κυνήγι»].