χοιροφορβείον
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
και χοιροφόρβιον, τὸ, Α
αγέλη, κοπάδι χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -φορβεῖον (< -φορβος < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ὑο-φορβείον / -φόρβιον].