χολόρροια

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. εκροή χολής από μη φυσιολογικό άνοιγμα τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholorrhee < χολή + -ρροια (< -ρρους < ροή)].