χολώσεαι

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. ao. Moy. épq. de χολόω.

Greek Monotonic

χολώσεαι: βʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. του χολόω.