χολόω

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολόω Medium diacritics: χολόω Low diacritics: χολόω Capitals: ΧΟΛΟΩ
Transliteration A: cholóō Transliteration B: choloō Transliteration C: choloo Beta Code: xolo/w

English (LSJ)

inf. A fut. χολωσέμεν Il.1.78: aor.1 ἐχόλωσα 18.111, Od.8.205, 18.20, S.Tr.1035 (hex.):—anger, provoke, c. acc. pers., Hom. ll. cc.; ἐχόλωσε δέ μιν φίλον ἦ τορ Hes.Th. 568; χ. τινά τινι to anger one by a thing, S. l.c.
II Med. and Pass. χολόομαι (contr. χολοῦμαι even in Hom.Il.8.407); 3sg. opt. χολῷτο Thgn.325 (s. v.l.): fut. χολώσομαι E.Tr.735; but in Hom. mostly κεχολώσομαι Il.5.421, al.: aor. Med. and Pass. ἐχολωσάμην (χολώσεαι in Il.14.310 may be either fut. ind. or aor. subj.), ἐχολώθην; Ep. χολώθην Hom. (v. infr.), etc.: pf. κεχόλωμαι, mostly in part. κεχολωμένος, v. infr.: plpf. 2 and 3sg. κεχόλωσο, -ωτο, Il.16.585, 21.146; Ep. 3pl. κεχολώατο Od.14.282, 16.425:—to be angered or be provoked to anger, κεχολῶσθαι ἐνὶ φρεσίν Il.16.61; θυμῷ κεχολωμένος 1.217, etc.; θυμὸν.. χολώθη 4.494; περὶ κῆρι.. ἐχολώθη 13.206; κεχόλωσο κῆρ 16.585; χολώσατο κηρόθι μᾶλλον 21.136, Od.9.480: c. dat. pers., Ἥρῃ δ' οὔτι τόσον νεμεσίζομαι οὐδὲ χολοῦμαι Il.8.407, cf. 421; βασιλῆϊ χολωθείς 1.9, etc.: but also c. gen., to be angry for or be angry because of a person or thing, 11.703, 13.660, Od.1.69, al.; ὅπλων χολωθείς Pi.N.7.25: with a Prep., κεχολωμένη εἵνεκα νίκης Od.11.544; ἀμφ' ἀστραγάλοισι, ἀμφὶ βουσίν, Il.23.88, Pi.N.10.60; ἐξ ἀρέων Il.9.566; ἐπὶ παιδί Batr.109: rare in Trag., χολώσεται E.Tr.735; χολωθείς S.Ph.374; αὑτῷ χ. Id.Ant.1235; οὗ δὴ χ. E.Alc.5 (also in later Prose, D.S.3.67); κεχολωμένος Hdt.8.31, Plu.Fab.22, al., SIG1241 (Lyttus, iii A. D.).
III Pass., to be turned into bile, τὸ οὖρον.. οὐ χολοῦται Steph.in Hp.1.163D.

German (Pape)

[Seite 1363] Einem die Galle reizen, d. i. Einen zum Zorne reizen, aufbringen; c. acc. der Person, Il. 1, 78. 8, 111 Od. 8, 205. 18, 20; τινά τινι, Einen durch Etwas in Zorn od. Wuth versetzen, Soph. Trach. 1027. – Häufig im pass., fut. χολώσομαι, und bei Hom. häufiger κεχολώσομαι, aor. ἐχολωσάμην, bes. bei Hom. häufig, u. ἐχολώθην, in Zorn geraten, zürnen; Hom. oft, τινί, auf Einen, τινός, um Einen, um Etwas, Ποσειδάων Κύκλωπος κεχόλωται Od. 1, 69; Il. 21, 146 u. öfter; auch εἵνεκα νίκης, Od. 11, 544; ἀμφί τινι, Il. 23, 88; ἔκ τινος, 9, 560; Hom. fügt auch oft noch hinzu κηρόθι, θυμῷ, ἐνὶ φρεσί, φρένα, u. ähnlich Hes.; χολωθείς Pind. Ol. 7, 30; ὅπλων N. 7, 25; ἀμφὶ βουσίν 10, 60; χολωθείς Soph. Phil. 374; αὑτῷ Ant. 1220; χολώσεται, χολωθείς, Eur. Troad. 730 Alc. 5; einzeln bei Sp., wie Plut. coh. ira 13.

French (Bailly abrégé)

χολῶ :
f. χολώσω, ao. ἐχόλωσα, pf. inus.
exciter la bile, mettre en colère, irriter : τινά, qqn τινά τινι, qqn par qch ; Pass. s'irriter, être irrité : τινί, τινός, contre qqn ou au sujet de qqn ou de qch ; avec un gén. accompagné d'un part. τινός κταμένοιο IL s'irriter de la mort de qqn ; ἔκ τινος, par suite de qch;
Moy. χολόομαι, χολοῦμαι (f. χολώσομαι, ao. ἐχολωσάμην, f.ant. κεχολώσομαι) s'irriter.
Étymologie: χόλος.

Russian (Dvoretsky)

χολόω: раздражать, озлоблять, сердить (τινα Hom., Hes.; τινά τινι Soph.); med.-pass. раздражаться, сердиться Hom., Hes., Pind., Trag. etc.: χολωτὰ ἔπεα Hom. гневные слова; κεχολῶσθαι ἐνὶ φρεσίν, θυμῷ, κῆρι, κῆρ или κηρόθι Hom. разгневаться, вспылить; κεχολωμένος τινός, ἕνεκά τινος, ἀμφί τινι Hom. и ἐπί τινι Batr. рассердиться из-за кого(чего)-л.; χολωθείς τινι Pind., Soph., Eur., Plut. разгневанный на кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

χολόω: μέλλ. -ώσω, ἀπαρ. χολωσέμεν Ἰλ. Α. 78· ἀόρ. α’ ἐχόλωσα Σ. 111, Ὀδ. Θ. 205, Σ. 20, Σοφ. Τρ. 1035. Κάμνω τινὰ νὰ ὀργισθῇ, κινῶ τινα εἰς ὀργήν, παροξύνω, παροργίζω, μετ’ αἰτ. προσώπ., Ὅμηρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐχόλωσε δέ μιν φίλον ἦτορ Ἡσ. Θεογ. 568· χ. τινά τινι, παροργίζω τινὰ διά τινος πράγματος, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. Μέσ. καὶ παθ. χολόομαι (συνῃρ. χολοῦμαι ἔτι καὶ παρ’ Ὁμήρῳ, ἴδε κατωτέρω)· εὐκτ. χολῷτο κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ χολόοιτο, Θέογν. 325, πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. σελ. 183 μέλλ. χολώσομαι Εὐρ. Τρῳ. 730· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον κεχολώσομαι, Ἰλ. Α. 139, κλπ.· ἀόρ. μέσ. καὶ παθ. ἐχολωσάμην (χολώσεαι ἐν Ἰλ. Ξ. 310 δύναται νὰ εἶναι ἢ μέλλων ὁριστ. ἢ ἀόρ. ὑποτακτ.), ἐχολώθην (ἴδε κατωτ.)· ― πρκμ. κεχόλωμαι, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχῇ κεχολωμένως, ἴδε κατωτ.· ὑπερσ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ., Π. 583, Φ. 146, Ἐπικ. γ΄ πληθ. κεχολῴατο Ὀδ. Ξ. 282, Π. 425. Ὡς τὸ χώομαι, κινοῦμαι εἰς ὀργήν, παροργίζομαι, παροξύνομαι μετὰ τινος προσδιορισμοῦ, κεχολῶσθαι ἐνὶ φεεσὶ Π. 61· θυμῷ κεχολωμένος Α. 217, κλπ.· θυμὸν ... χολώθη Ἰλ. Δ. 494· κῆρι .. ἐχολώθη Ν. 206· κῆρ κεχόλωσο Π. 585· ἐχολώσατο κηρόθι μᾶλλον Φ. 136, Ὀδ. Ι. 480· ― μετὰ δοτ. προσώπου, Ἥρῃ δ’οὔτι τόσον νεμεσίζομαι οὐδὲ χολοῦμαι Ἰλ. Θ. 407, πρβλ. 421· βασιλῆι χολωθεὶς Α. 9, κτλ.· ἀλλὰ καὶ μετὰ γενικ., κεχολωμένος τινός, ὠργισμένος ἕνεκά τινος προσώπου ἢ πράγματος, ἐξ αἰτίας τινός, Λ. 703, Ν. 660, Ὀδ. Α. 69, κ. ἀλλ.· μετὰ προθέσ., κεχολωμένος εἵνεκα νίκης Α. 544· ὡσαύτως, ἀμφί τινι Ἰλ. Ψ. 88, Πινδ. Ν. 10. 111· ἔκ τινος Ἰλ. Ι. 566· ἐπί τινι Βατραχομυομ. 108· ― σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ. χολώσεται Εὐρ. Τρῳ. 730· χολωθεὶς Πινδ. Ν. 7. 37, Σοφ. Ἀντιγ. 1235, Φιλ. 374, Εὐρ. Ἄλκ. 5, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφ. ὡς Διοδ. 3. 67· κεχολωμένος Ἡρόδ. 8. 31, Πλουτ. Φάβ. 22, κ. ἀλλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.

English (Autenrieth)

fut. inf. χολωσέμεν, aor. ἐχόλωσα, mid. χολοῦμαι, χολώσομαι, κεχολώσομαι, aor. (ἐ)χολωσάμην, pass. perf. κεχόλωται, inf. -ῶσθαι, part. -ωμένος, plup. κεχόλωσο, -ωτο, 3 pl. -ώατο, aor. ἐχολώθην: act., enrage, anger; mid. and pass., be wroth, angry, incensed, θῦμῷ, ἐνὶ φρεσί, κηρόθι, φρένα, ἦτορ, and τινί, ‘at’ or ‘withone; w. causal gen., also ἐκ, εἵνεκα, etc. Il. 9.523, Il. 13.203, Il. 17.710.

English (Slater)

χολοω pass., be angry οἰκιστὴρ χολωθείς (sc. ἔκτανε Λικύμνιον) (O. 7.30) τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς ἔτρωσεν (N. 10.60) c. gen., ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας (i. e. over the armour of Achilles) (N. 7.25) frag. ]δα κεχολωμένος (Pae. 6.172)

Greek Monotonic

χολόω: μέλ. -ώσω, Επικ. απαρ. χολωσέμεν, αόρ. αʹ ἐχόλωσα·
I. κάνω κάποιον να θυμώσει, προκαλώ, εξοργίζω, σε Όμηρ., Σοφ.
II. Μέσ. και Παθ., χολόομαι· γʹ ενικ. ευκτ. χολῷτο, συνηρ. από χολόοιτο· μέλ. χολώσομαι και κεχολώσομαι, Μέσ. και Παθ. αόρ. αʹ, ἐχολωσάμην, ἐχολώθην, παρακ. κεχόλωμαι, μτχ. κεχολωμένος, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. κεχολῴατο· είμαι θυμωμένος ή προκαλούμαι να θυμώσω, σε Όμηρ.· βασιλῆϊ χολωθείς, θυμωμένος με τον βασιλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., κεχολωμένος τινός, θυμωμένος εξαιτίας ενός ανθρώπου ή πράγματος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

χολόω, fut. -ώσω [from χόλος
I. to make angry, provoke, anger, Hom., Soph.
II. Mid. and Pass. to be angered or provoked to anger, Hom.; βασιλῆι χολωθείς angry with the king, Il.; c. gen., κεχολωμένος τινός angry because of a person or thing, Hom.