χοντράδι

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. χοντρό απόξεσμα νημάτων ή ερίων, γνάφαλο
2. μικρός σκληρός όγκος σε μαλακό υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπράδι, μαυράδι)].