γνάφαλο
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
Greek Monolingual
και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) γνάπτω
μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα
νεοελλ.
(συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από τρίχες γίδας, ακατάλληλα για να κλωστούν, που χρησιμοποιούνται για να γεμίσουν στρώματα ή σαμάρια
αρχ.
μαξιλάρι.