χορδοτόνο
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
το / χορδοτόνον, ΝΜΑ
βλ. χορδοτόνος.
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
το / χορδοτόνον, ΝΜΑ
βλ. χορδοτόνος.