ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
-ή, -ό, Ν
αυτός που χρησιμοποιείται για τον θερισμό του χόρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + θερίζω. Το θηλ. του επιθ. χορτοθεριστική (μηχανή) μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].