τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
ο, Νκοινή ονομασία πτηνού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. που αποδίδει τη φωνή του πτηνού].