χούχουλας

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
κοινή ονομασία πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. που αποδίδει τη φωνή του πτηνού].