χρεώνω
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
Greek Monolingual
Ν χρέος
1. καταγράφω κάποιον ως χρεώστη («σέ χρέωσα δέκα χιλιάδες»)
2. εγγράφω ένα ποσό ως χρέος κάποιου στο αντίστοιχο σκέλος λογιστικού βιβλίου
3. (γενικά) επιβαρύνω με χρέη
4. μέσ. χρεώνομαι
αναλαμβάνω χρέη
5. παροιμ. «όποιος όλο χρεώνεται, κακό του ξημερώνεται» — δηλώνει ότι τα αλλεπάλληλα χρέη επιφέρουν ξαφνική οικονομική καταστροφή.