χρυσοκεντώ

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-άω, Ν
κεντώ με χρυσή κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κεντώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ηλία Τανταλίδη].