εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
-άω, Νκεντώ με χρυσή κλωστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κεντώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ηλία Τανταλίδη].