χρυσολάτρης
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσολάτρης: ὁ, -λάτρις, ἡ, ὁ λατρεύων τὸν χρυσόν, τὰ χρήματα, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices et Extrails τ. 8, σ. 177, Ἰσιδ. Πηλουσ. Ἐπιστ. 1, 152.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, θηλ. χρυσολάτρις, -ιδος, Μ
άτομο που αγαπά υπερβολικά τον πλούτο, που λατρεύει το χρήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λάτρης (< λάτρον), πρβλ. εἰδωλολάτρης].