Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
contr. de χρυσέα, fém. de χρύσεος.
χρῡσῆ: f к χρυσοῦς I.