τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
-ή, -ό, Ναυτός που έχει χρώμα ή χρώματα, έγχρωμος, βαμμένος («ρούχα λευκά και χρωματιστά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Νικολ. Κοντοπούλου].