χυλόπιτα

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496

Greek Monolingual

και χυλοπίτα, η, Ν
1. στον πληθ. οι χυλόπιτες
ζυμαρικά σε λεπτά φύλλα ζύμης, κομμένα σε μικρά τετράγωνα ή ρομβοειδή κομμάτια
2. φρ. «έφαγε τη χυλόπιτα»
μτφ. είχε ερωτική αποτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + πίτα].