χωρατό

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. αστείο, αστεϊσμός
2. άκακο πείραγμα
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατά
στ' αστεία («μήν το παίρνεις σοβαρά, χωρατά το'πα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. χωρατεύω].