ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
το, Ν1. αστείο, αστεϊσμός2. άκακο πείραγμα3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατάστ' αστεία («μήν το παίρνεις σοβαρά, χωρατά το'πα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. χωρατεύω].