χύλωση

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537

Greek Monolingual

η / χύλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[χυλῶ / -ώνω]]
1. η χυλοποίηση τών τροφών κατά την πέψη
2. πύκνωση ενός χυμού με βρασμό.