ψαλτήρι
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
Greek Monolingual
το / ψαλτήριον, ΝΜΑ
εκκλ. το βιβλίο Ψαλμοί της Παλαιάς Διαθήκης, η Βίβλος Ψαλμών
νεοελλ.
1. ανατ. πέταλο διασταυρούμενων νευρικών ινών του εγκεφάλου
2. μτφ. επίμονα παράπονα ή συνεχείς επιπλήξεις
αρχ.
1. κατηγορία έγχορδων μουσικών οργάνων που νύσσονταν με τα δάχτυλα
2. (ειδικά) είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + επίθημα -τήρι(ον) (πρβλ. πατη-τήριον)].