ψευδώνυμον

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ψευδής + ὄνυμα = ὄνομα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ψεύδω.