ψηφίο

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

το / ψηφίον, ΝΜΑ, και ψηφί Ν ψήφος
νεοελλ.
1. καθένα από τα στοιχεία αραβικού αριθμού («αριθμός με οχτώ ψηφία»)
2. σημείο που παριστάνει αριθμό ή γράμμα του αλφαβήτου
3. τυπογραφικό στοιχείο
νεοελλ.-μσν.
ψηφίδα
μσν.
ράμφος πτηνού
μσν.-αρχ.
μικρή πέτρα, πετραδάκι, λιθαράκι, χαλίκι.