ψιμυθισμός

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

German (Pape)

[Seite 1400] ὁ, das Anstreichen, Schminken mit Bleiweiß, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ψιμῠθισμός: ὁ, τὸ ἀλείφειν διὰ ψιμυθίου, Κλήμης Ἀλεξ. 232.

Greek Monolingual

ὁ, Α ψιμυθίζω
η ψιμυθίωση.